Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τὸ σκέλος

  • 1 перегон

    1. (участок пути между двумя станциями) το τμήμα, η απόσταση (διανυόμενη μεταξύ δυο στάσεων), το «σκέλος»
    - пути το «σκέλος» της διαδρομής
    2. (действие) η μεταφορά
    - транспортного средства - του μεταφορικού μέσου.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перегон

  • 2 ножка

    ножк||а
    ж
    1. уменыи. τό ποδαράκι:
    прыгать на одной \ножкае πηδῶ στό ἕνα πόδι, παίζω κουτσό, παίζω τόν καλόγερο·
    2. (какого-л. предмета) τό σκέλος, τό ποδάρι, τό πόδι:
    \ножка циркуля τό σκέλος ТОО διαβήτη·
    3. зоол., бот. τό πόδι, τό στέλεχος, ὁ μίσχος:
    \ножка гриба ὁ μίσχος τοῦ μανιταριοῦ· ◊ подставлять \ножкау кому-л. βάζω κάποιου τρικλοποδιά.

    Русско-новогреческий словарь > ножка

  • 3 ножка

    θ.
    1. ποδαράκι πόδι.
    2. (για έπιπλα κ.τ.τ.) το ποδαρικό•

    ножка стула το ποδαρικό του καθίσματος.

    3. το στέλεχος του μανιταριού.
    4. (για εργαλεία) το σκέλος•

    ножка циркуля το σκέλος του διαβήτη.

    Большой русско-греческий словарь > ножка

  • 4 ножка

    (опора, стойка) το πόδι
    το ποδαράκι, το στήριγμα
    το σκέλος
    - зуба (высота зуба) тех. η ρίζα του οδόντος (στο ύψος του κύκλου της βάσης)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ножка

  • 5 полудужье

    стр. το σκέλος του τόξου.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полудужье

  • 6 нога

    ног||а
    ж τό πόδι, τό ποδάρι, ὁ ποῦς (ступня)/ χό σκέλος, ἡ κνήμη, ἡ γάμπα (от ступни до колена):
    длинные ноги τά μακρυά πόδια· положить но́гу на \ногау βάζω τό ἕνα πόδι ἐπάνω στό ἄλλο· сбить кого-л. с ног ρίχνω κάποιον κάτω· наступить кому-л. на \ногау πατώ τό πόδι κάποιου· у меня но́ги подкашиваются τρέμουν τά πόδια μου, μοῦ κόβονται τά γόνατα· на \ногаах не стоит δέν στέκεται στά πόδια του· босой \ногао́й ξυπόλητος, ἀνυποδητί· задние но́ги τά πισινά πόδια· передние но́гн τά μπροστινά πόδια· на бо́су(ю) ногу ξυπόλητος· ◊ перенести болезнь на \ногаа́х περνώ τήν ἀρρώστεια στό πόδι· кланяться в но́ги κάνω ἐδαφιαία ὑπόκλισή идти в но́гу а) πηγαίνω, βαδίζω μέ ταιριαστό βήμα, б) перен συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· связа́ть кого-л. по рукам и \ногаам разг δένω κάποιον χεροπόδαρα, δεσμεύω κάποιον протянуть но́ги разг перен τά τινάζω, τινάζω τά πέταλα· с головы до ног πατό-κορφα, ἀπό τήν κορφή ὡς τά νύχια· бежать со всех ног разг τρέχω μέ τά τέσσερα, τό βάζω στά πόδια· быть без ног (от усталости) разг ξεποδαριάστηκα, μοῦ κόπηκαν τά πόδια μου· еле волочить ноги μόλις σέρνω τά πόδια μου· поставить (поднять) кого-л. на \ногаи а) κάνω καλά (вылечить), б) ἀνατρέφω (воспитать)· поднять всех на \ногаи ἀναστατω, σηκώνω ὅλον τόν κόσμο στό ποδάρι· топтать \ногаами τσαλαπατώ, ποδοπατώ· жить на широкую ногу κάνω πολυέξοδη ζωή· вверх \ногаами а) ἀνάποδα, μέ τά πόδια πάνω, б) перен εἶμαι ἄνω κάτω· быть на короткой \ногае с кем-л. είμαστε στενοί φίλοι μέ κάποιον стоять одной \ногаой в могиле εἶμαι μέ τό δνα πόδι στον τάφο· моей \ногай у вас не будет δέν θά ξαναπατήσω τό πόδι μου ἐδῶ· встать с левой \ногай στραβοκοιμήθηκα, εἶμαι κακοδιάθετος, δέν εἶμαι στά κέφια μου· унести́ ио́ги разг τό βάζω στά πόδια· не чувствовать под собой ног (от радости) πετώ ἀπ' τή χαρά μου· хромать на обе \ногай πηγαίνω πολύ ἀσχημα· κ \ногаέ! воен. παρά πόδα!

    Русско-новогреческий словарь > нога

  • 7 leg

    [leɡ]
    1) (one of the limbs by which animals and man walk: The horse injured a front leg; She stood on one leg.) πόδι
    2) (the part of an article of clothing that covers one of these limbs closely: He has torn the leg of his trousers.) μπατζάκι
    3) (a long, narrow support of a table etc: One of the legs of the chair was broken.) ποδί
    4) (one stage in a journey, competition etc: the last leg of the trip; the second leg of the contest.) σκέλος ταξιδιού
    - - legged
    - pull someone's leg

    English-Greek dictionary > leg

  • 8 stage

    I 1. [stei‹] noun
    (a raised platform especially for performing or acting on, eg in a theatre.) σκηνή,παλκοσένικο
    2. verb
    1) (to prepare and produce (a play etc) in a theatre etc: This play was first staged in 1928.) ανεβάζω(έργο)
    2) (to organize (an event etc): The protesters are planning to stage a demonstration.) οργανώνω
    - stage direction
    - stage fright
    - stagehand
    - stage manager
    - stagestruck
    II [stei‹]
    1) (a period or step in the development of something: The plan is in its early stages; At this stage, we don't know how many survivors there are.) στάδιο,φάση
    2) (part of a journey: The first stage of our journey will be the flight to Singapore.) σκέλος
    3) (a section of a bus route.) στάση,τμήμα δρομολογίου
    4) (a section of a rocket.) τμήμα πυραύλου

    English-Greek dictionary > stage

  • 9 кострец

    α. σκέλος σφαγίου, μηρός.

    Большой русско-греческий словарь > кострец

  • 10 лука

    -й, πλθ. луки θ.
    1. τοξοειδής καμπή ποταμού. || καμπή οποιαδήποτε.
    2. σκέλος σέλλας•

    передняя лука το μπροστάρι της σέλλας•

    задняя лука το πιστάρι της σέλλας.

    Большой русско-греческий словарь > лука

  • 11 циркульный

    επ.
    1. του διαβήτη•

    -ая игла το βελόνη του διαβήτη•

    -ая ножка το σκέλος του διαβήτη.

    2. κυκλικός•

    -ая арка κυκλική αψίδα.

    εκφρ.
    - ая пила – κυκλικό πριόνι (δίσκος).

    Большой русско-греческий словарь > циркульный

  • 12 штанина

    θ.
    το ένα σκέλος της περισκελιδας, μπατζάκι, ποδωνάρι.

    Большой русско-греческий словарь > штанина

  • 13 Bend

    v. trans.
    Ar. and P. κατακάμπτειν, Ar. and V. κάμπτειν.
    Incline ( in any direction): P. and V. κλνειν.
    Turn: P. and V. στρέφειν; see Turn.
    Arch: V. κυρτοῦν.
    Bend ( a bow): P. and V. τείνειν, ἐντείνειν (Xen.).
    Bend the knee: V. κάμπτειν γόνυ, or κάμπτειν alone, P. συγκάμπτειν τὸ σκέλος (Plat.).
    Worship: see Worship.
    met., influence, affect: P. κατακλᾶν, P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), V. γνάμπτειν.
    Soften: Ar. and V. μαλάσσειν, V. μαλθάσσειν, θέλγειν (also Plat. but rare P.).
    Be bent, crushed: P. and V. κάμπτεσθαι.
    V. intrans. P. and V. κάμπτεσθαι; see also stoop.
    Incline: P. and V. κλνεσθαι; see Incline.
    Be formed into an arch: P. and V. κυκλοῦσθαι.
    Be affected: P. and V. κάμπτεσθαι.
    ——————
    subs.
    P. καμπτήρ, ὁ (Xen.).
    Curve, angle: V. ἀγκών, ὁ.
    Bend of a river: P. κέρας, τό.
    Of the coast-line: P. τὸ κοῖλον (Thuc. 7, 52), V. μυχός, ὁ (Thuc. 7, 52, but rare P.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bend

  • 14 Leg

    subs.
    P. and V. σκέλος, τό, κῶλον, τό (Plat.).
    Lower part of the leg: P. and V. κνήμη, ἡ.
    Of a piece of furniture: Ar. and P. πούς, ὁ.
    Having two legs, adj.: P. and V. δπους.
    Having three legs: P. and V. τρπους.
    Having four legs: P. and V. τετρπους, V. τετρασκελής.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Leg

См. также в других словарях:

  • σκέλος — leg neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ …   Dictionary of Greek

  • σκέλος — το 1. καθένα από τα κάτω άκρα του ανθρώπου ή από τα πίσω πόδια των ζώων: Άνοιξε τα σκέλη του. 2. ό,τι μοιάζει με πόδι: Τα σκέλη μιας ορθής γωνίας είναι κάθετα μεταξύ τους. 3. καθένα από τα δύο αντίστοιχα μέρη κάθε δίδυμου πράγματος: Η πρότασή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκέλει — σκέλος leg neut nom/voc/acc dual (attic epic) σκέλεϊ , σκέλος leg neut dat sg (epic ionic) σκέλος leg neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέλη — σκέλος leg neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκέλος leg neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελοῖν — σκέλος leg neut gen/dat dual (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελέεσσι — σκέλος leg neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελέοιν — σκέλος leg neut gen/dat dual (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέλεα — σκέλος leg neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέλεε — σκέλος leg neut nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέλεος — σκέλος leg neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»